- ἄδηλος
- ἄ|δηλος, ον ['неявный'] скрытый, неизвестный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἄδηλος — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
άδηλος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι φανερός, αβέβαιος: Η έκβαση ενός πολέμου είναι άδηλη. 2. «άδηλη διαπνοή», η αναπνοή από τους πόρους του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδηλότερον — ἄδηλος unseen adverbial comp ἄδηλος unseen masc acc comp sg ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλοτέρων — ἄδηλος unseen fem gen comp pl ἄδηλος unseen masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλότατα — ἄδηλος unseen adverbial superl ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλότατον — ἄδηλος unseen masc acc superl sg ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήλω — ἄδηλος unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδηλος unseen masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱δήλω , ἀδηλόω render invisible imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδηλόω render invisible pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδηλόω render… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήλως — ἄδηλος unseen adverbial ἄδηλος unseen masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δήλως , ἀδηλόω render invisible imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδηλόω render invisible imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδηλον — ἄδηλος unseen masc/fem acc sg ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλοτάταις — ἄδηλος unseen fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)